βλήτον

βλήτον
το см. βλίτο[ν]

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "βλήτον" в других словарях:

  • βλητόν — βλητός stricken masc acc sg βλητός stricken neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλῆτον — βάλλω throw aor ind act 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλίτο — Μονοετής πόα της οικογένειας των αμαραντιδών, γνωστό με την επιστημονική ονομασία αμάραντο το β.Το ύψος του φτάνει τα 30 έως 70 εκ. Έχει βλαστό διακλαδισμένο, φύλλα μακρόμισχα, ωοειδή ή ρομβοειδή, ακέραια, πράσινα, συχνά με ωχρές κηλίδες. Τα άνθη …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»